θεωρηθέντα

θεωρηθέντα
θεωρέω
to be a
aor part pass neut nom/voc/acc pl
θεωρέω
to be a
aor part pass masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βίζα — η θεώρηση και επικύρωση διαβατηρίων, πιστοποιητικών και ναυτιλιακών εγγράφων αλλοδαπών από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. visa («επικύρωση εγγράφου») < λατ. visa «θεωρηθέντα», πληθ. ουδ. του visus, μτχ. αορ. του video… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”